- γιατάκι
- το(λ. τουρκ.)1. στρώμα, κρεβάτι: Κουλουριάστηκε στο γιατάκι του.2. κατάλυμα, τόπος διαμονής: Δε βρήκε γιατάκι για να περάσει τη νύχτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.